- κουμπαριά
- η [κουμπάρος]1. η συγγενική σχέση τού κουμπάρου, δηλ. τού αναδόχου ή τού παρανύμφου. και τής οικογένειας βαφτισμένου ή παντρεμένου από αυτόν2. παροιμ. «χύθηκε η μαγεριά μας, χάθηκε η κουμπαριά μας» — για δεσμούς που εξαρτώνται από το συμφέρον.
Dictionary of Greek. 2013.