κουμπαριά

κουμπαριά
η [κουμπάρος]
1. η συγγενική σχέση τού κουμπάρου, δηλ. τού αναδόχου ή τού παρανύμφου. και τής οικογένειας βαφτισμένου ή παντρεμένου από αυτόν
2. παροιμ. «χύθηκε η μαγεριά μας, χάθηκε η κουμπαριά μας» — για δεσμούς που εξαρτώνται από το συμφέρον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουμπαριά — η σχέση συγγενική μεταξύ του κουμπάρου και της οικογένειας που τη στεφάνωσε ή της βάφτισε το παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουμπαριάζω — [κουμπαριά] κάνω κουμπαριά με κάποιον, συνδέομαι με κουμπαριά, γίνομαι παράνυμφος ή ανάδοχος κάποιου …   Dictionary of Greek

  • κουμπάριασμα — το [κουμπαριάζω] κουμπαριά …   Dictionary of Greek

  • συντεκνία — η, ΝΜ, και συντεκνιά Ν [συντεκνος] κουμπαριά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”